δατύς
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
= κουράλλιον; also νύμφη λευκόκηρος, Hsch.
Spanish (DGE)
κουράλλιον. νύμφη λευκόκηρος Hsch. (prob. l. δαγύς q.u.).