δικαρπέω
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
English (LSJ)
bear two crops, Thphr.CP1.13.9.
Spanish (DGE)
agr. dar fruto dos veces al año τὰ δοκοῦντα δ. μηλεῶν τέ τινα γένη καὶ ἀπίων Thphr.CP 1.13.9, cf. ib., Sch.Arat.1068M.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαρπέω: φέρω δὶς τοῦ ἔτους καρπούς, παράγω διπλῆν συγκομιδήν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1.13,9· πρβλ. διφορέω.