δρομάω

Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

(not found in pres.), = τρέχω: Ep. iter. δρομάασκε Hes.Fr.117 (v.l. φοίτασκε): aor. 1 part. δρομήσασα Vett. Val.345.33 (but inf. δρομῆσαι dub. in Hp.Fract.4): pf. ὐπα-δεδρόμακε Sapph.2.10.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. δρωμ- Hsch.
• Morfología: [impf. iter. δρομάασκε Hes.Fr.62.2]
1 de pers. correr ἐπὶ πυραμίνων ἀθέρων δρομάασκε πόδεσσιν Hes.l.c., cf. Hsch.
2 de naves navegar velozmente ἡ ... ναῦς ῥοθίως δρομήσασα Vett.Val.332.7, cf. tb. δρομέω.

German (Pape)

[Seite 667] nur in der Form) δρομάασκε er lief, Hes. frg. 2, wefür Schol. Ven Il. 20, 227 φοίτασκε hat, u. was eigtl. δρώμασκε heißen müßt, vgl. Lob. zu Phryn. 583.

French (Bailly abrégé)

pf. δεδρόμηκα;
courir.
Étymologie: δρόμος.

Greek Monotonic

δρομάω: θαμιστικό του δρᾰμεῖν, τρέχω, μόνο σε παρακ. δεδρόμηκα, Αιολ. -ᾱκα, σε Σαπφώ, Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

δρομάω: (только 3 л. sing. aor. iter. δρομάασκε и pf. δεδρόμηκα) бежать Hes., Babr.

Middle Liddell

δρομάω,
Frequent. of δρᾰμεῖν, to run, only in perf. δεδρόμηκα, aeolic -ᾱκα, Sapph., Babr.