δρομάασκε

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρομάασκε Medium diacritics: δρομάασκε Low diacritics: δρομάασκε Capitals: ΔΡΟΜΑΑΣΚΕ
Transliteration A: dromáaske Transliteration B: dromaaske Transliteration C: dromaaske Beta Code: droma/aske

English (LSJ)

v. δρομάω.

Greek (Liddell-Scott)

δρομάασκε: λείψανον παλαιοῦ τινος ῥήματος δρομάω = τρέχω, Ἡσ. Ἀποσπ. 2· ἀλλ’ ὁ ἀνάλογος τύπος θὰ ἦτο δρώμασκε (δρωμάω) Λοβ. Φρύν. 583, καὶ τὰ Ἑνετ. Σχόλ. Ἰλ. Υ. 227 ἔχουσι φοίτασκε· ― πρκμ. δεδρόμηκε Βάβρ. 60. 8· πρβλ. ὑπαιδεδρόμᾱκα Σαπφ. 2. 10.

Russian (Dvoretsky)

δρομάασκε: Hes. 3 л. sing. aor. iter. к *δρομάω.