καινοσχημάτιστος
English (LSJ)
καινοσχημάτιστον, newly or strangely formed, Eust.141.32.
German (Pape)
[Seite 1295] = Folgdm, Eust. 141, 31.
Greek Monolingual
καινοσχημάτιστος, -ον (Μ)
ο σχηματισμός με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -σχημάτιστος (< σχηματίζω), πρβλ. διπλοσχημάτιστος, ετεροσχημάτιστος].