καταθυμέω

Revision as of 22:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

to be cast down, lose heart, X.HG3.2.7.

German (Pape)

[Seite 1349] den Muth ganz sinken lassen, ganz muthlos u. verzagt sein, Xen. Hell. 3, 2, 27 ὁ δῆμος παντελῶς κατηθύμησε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre entièrement courage.
Étymologie: κατά, ἀθυμέω.

Greek (Liddell-Scott)

καταθῡμέω: ὅλως ἀθυμῶ, χάνω ὁλοσχερῶς τὸ θάρρος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 7.

Greek Monotonic

καταθῡμέω: μέλ. -ήσω, αποθαρρύνομαι εντελώς, χάνω ολότελα το θάρρος μου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταθῡμέω: падать духом (παντελῶς Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αθυμέω volledig de moed verliezen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to be quite cast down, lose all heart, Xen.