κατόμβριμος
English (LSJ)
κατόμβριμον, rainy, ἔτος Orph.Fr.252.
Greek Monolingual
κατόμβριμος, -ον (Α)
βροχερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄμβριμος «βροχερός»].
κατόμβριμον, rainy, ἔτος Orph.Fr.252.
κατόμβριμος, -ον (Α)
βροχερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄμβριμος «βροχερός»].