κυνοσσόος

Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, cheering on hounds, Nonn.D.1.233, etc.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοσσόος: -ον, ἐπιθαρρύνων τοὺς κύνας, Ἀθήν. 160Β, Νόνν. Δ. 1. 233, κτλ.

Greek Monolingual

κυνοσσόος, -ον (Α)
αυτός που παρακινεί τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. ιπποσσόος, κεμαδοσσόος].

German (Pape)

Hunde scheuchend, jagend, Jäger, Hesych. und oft Nonn. Auch durch Emend. bei Ath. IV.160b.