διάμονος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ον,
A permanent, ζωή Sammelb.4678.9 (vi A.D.).
Spanish (DGE)
-ον
perdurable, permanente, duraderoref. al calor, Thphr.Od.19, εἰρήνη Anon. en Eus.HE 5.16.19, ἵνα ... ὑπάρχῃ ... τὰ ἐψ[ηφισ] μένα διάμονα καὶ βέβαια SEG 4.598.50 (Teos I a.C.), ζωή ref. a un emperador SB 4669.17 (VII d.C.).