νεκροκομίζω

Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

take care of the dead, Eust.1080.51.

Greek Monolingual

νεκροκομίζω ή νεκροκομῶ, -έω (Α) νεκροκόμος
φροντίζω για την ταφή τών νεκρών, στολίζω νεκρούς, κηδεύω.

German (Pape)

die Toten besorgen, schmücken, Lobeck Phryn. 625.