νεκροκόμος
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
German (Pape)
[Seite 237] der Todte, Leichen besorgt, schmückt, Greg. Naz. ep. 138.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροκόμος: -ον, ὁ φροντίζων περὶ τῶν νεκρῶν, ὁ κηδεύων αὐτούς, Γρηγ. Ναζ. IV, 109Α.
Greek Monolingual
νεκροκόμος, -ον (Α)
αυτός που φροντίζει για την ταφή τών νεκρών, που κηδεύει νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιεροκόμος, ιπποκόμος].