νευροστρόφος
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
English (LSJ)
ὁ, tightener of the strings of a musical instrument, Porph.Gaur.12.1.
Greek Monolingual
νευροστρόφος, ὁ (Α)
αυτός που τεντώνει τις νευρές, τις χορδές μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. καλω-στρόφος, χορδο-στρόφος.