ἐνιπρῆσαι
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
Ep. for ἐμπρ-, v. ἐμπίμπρημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιπρῆσαι: Ἐπικ. ἀντὶ ἐμπρ-, ἴδε ἐν λ. ἐμπίπρημι.
Greek Monotonic
ἐνιπρῆσαι: απαρ. Επικ. αορ. αʹ του ἐμπίπρημι.