ἐπιδώτης
English (LSJ)
ου, ὁ, giver, distributor, the Bountiful, epithet of gods, esp. Zeus at Mantinea, Paus.8.9.2, cf. Plu.2.1102e:—hence Ἐπιδώτειον, τό, temple at Epidaurus, IG4.1492.24.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« le dispensateur », ép. de divers dieux.
Étymologie: ἐπιδίδωμι.
Greek Monolingual
ἐπιδώτης, ὁ (Α)
(επίθ. θεών) αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («ἔστι δέ ἱερὸν θεῶν οὕς Ἐπιδώτας ὀνομάζουσιν», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δώτης (< δί-δω-μι)].