ἐπιδώτης

Revision as of 08:59, 26 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ου, ὁ, giver, distributor, the Bountiful, epithet of gods, esp. Zeus at Mantinea, Paus.8.9.2, cf. Plu.2.1102e:—hence Ἐπιδώτειον, τό, temple at Epidaurus, IG4.1492.24.

German (Pape)

[Seite 940] ὁ, = ἐπιδότης, s. Nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
« le dispensateur », ép. de divers dieux.
Étymologie: ἐπιδίδωμι.

Greek Monolingual

ἐπιδώτης, ὁ (Α)
(επίθ. θεών) αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («ἔστι δέ ἱερὸν θεῶν οὕς Ἐπιδώτας ὀνομάζουσιν», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δώτης (< δί-δω-μι)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδώτης: ὁ Plut. v.l. = ἐπιδότης.