ἀκεόντως
From LSJ
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
English (LSJ)
Adv. noiselessly, Hsch. ἄκερα· ἔνδυμά τι πολυτελές, Id.
Spanish (DGE)
adv. sin ruido Hsch., Sch.Od.17.465.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεόντως: «ἀψοφητὶ καὶ ἡσύχως», Ἡσύχ.