ἀλαβώδης
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
English (LSJ)
ες, sooty, murky, πύργος Antim.Col.1.5, cf. Hsch.
Spanish (DGE)
(ἀλᾰβώδης) -ες
• Prosodia: [ᾰ-]
ennegrecido, oscuro Antim.189.5, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαβώδης: -ες, «ἀλαβῶδες, κεκαπνισμένον», Ἡσύχ.