ἀντιπροσβάλλομαι
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
Pass., to be impinged upon in return, Hierocl.p.23A.
Spanish (DGE)
golpear a su vez ἐπειδὴ καὶ κέκραται (ἡ ψυχή) πᾶσι (τοῖς τοῦ σώματος μέρεσι), προσβάλλουσα δὲ ἀντιπροσβάλλεται Hierocl.p.23.