γλωσσοκομείον
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
γλωσσοκομείον, γλωσσοκομεῖον και γλωττοκομεῖον, το (Α) γλωσσόκομον
1. κιβώτιο για τη φύλαξη γλωττίδων, στομίων τών αυλών
2. ορθοπεδική συσκευή για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος του σώματος
3. το γυναικείο αιδοίο.