εὐθύχαλκος
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
εὐθύχαλκον, payable on demand in cash (copper), POxy.1482.15 (ii A.D.).
Greek Monolingual
εὐθύχαλκος, -ον (Α)
αυτός που πληρώνεται τοις μετρητοίς, επί τη εμφανίσει.