τυμπανόδουπος

Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, sounding with drums, Orph.H.14.3.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνόδουπος: -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ηχεί με την κρούση τυμπάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + δοῦπος (πρβλ. ασπιδό-δουπος)].

German (Pape)

mit Pauken lärmend, von Pauken umlärmt, Orph. H. 13.3.