τυμπανόδουπος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠμπᾰνόδουπος Medium diacritics: τυμπανόδουπος Low diacritics: τυμπανόδουπος Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: tympanódoupos Transliteration B: tympanodoupos Transliteration C: tympanodoupos Beta Code: tumpano/doupos

English (LSJ)

τυμπανόδουπον, sounding with drums, Orph.H.14.3.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνόδουπος: -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ηχεί με την κρούση τυμπάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + δοῦπος (πρβλ. ασπιδόδουπος)].

German (Pape)

mit Pauken lärmend, von Pauken umlärmt, Orph. H. 13.3.