τυμβοποιός
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
ὁ, gravedigger, Dialex.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοποιός: ὁ, ὁ ἀνοίγων ἢ σκάπτων τάφον, νεκροθάπτης, Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Gale, Opusc. Myth. σ. 706.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει τάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -ποιός].