ἀποστέγασμα

Revision as of 14:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ατος, τό, protection against, ψύχους Thphr.CP5.13.3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό protección contra τοῦ ψύχους Thphr.CP 5.13.3.

German (Pape)

[Seite 326] τό, Schutzdach, ψύχους, zur Abhaltung der Kälte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστέγασμα: τό, στέγασμα ἐναντίον τινός, ἔχει προβολὴν καὶ οἷον ἀποστέγασμα τοῦ ψύχους τὴν ἀλμυρίδα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 13, 3.

Greek Monolingual

ἀποστέγασμα, το (Α)
σκέπη για να φυλαχθεί κανείς από κάτιἀποστέγασμα ψύχους»).