ἀποστέγασμα
English (LSJ)
ατος, τό, protection against, ψύχους Thphr.CP5.13.3.
Spanish (DGE)
-ματος, τό protección contra τοῦ ψύχους Thphr.CP 5.13.3.
German (Pape)
[Seite 326] τό, Schutzdach, ψύχους, zur Abhaltung der Kälte, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστέγασμα: τό, στέγασμα ἐναντίον τινός, ἔχει προβολὴν καὶ οἷον ἀποστέγασμα τοῦ ψύχους τὴν ἀλμυρίδα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 13, 3.
Greek Monolingual
ἀποστέγασμα, το (Α)
σκέπη για να φυλαχθεί κανείς από κάτι («ἀποστέγασμα ψύχους»).