ἀπόχυτος
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
ον, poured out, Hsch. s.v. ἀράμενοι.
Spanish (DGE)
(ἀπόχῠτος) -ον vertido τὰ ἀπόχυτα ὕδατα Hsch.s.u. ἀράμενοι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχῠτος: -ον, (χέω) ὁ ἀποχεόμενος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀράμενοι.