ὑπερορισμός
English (LSJ)
ὁ, banishment, Poll.9.158.
German (Pape)
[Seite 1200] ὁ, das über die Gränze Bringen, die Landesverweisung, Poll. 9, 158.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερορισμός: ὁ, ἐξορία, Πολυδ. Θ΄, 158, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 49C, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 916Α.