ὑπερορίζω

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερορίζω Medium diacritics: ὑπερορίζω Low diacritics: υπερορίζω Capitals: ΥΠΕΡΟΡΙΖΩ
Transliteration A: hyperorízō Transliteration B: hyperorizō Transliteration C: yperorizo Beta Code: u(perori/zw

English (LSJ)

A drive beyond the frontier, banish, τοὺς πολίτας D.C.57.15: c. gen., τῶν βασιλείων θυρῶν Lib. Or.18.135:—Pass., Aeschin.3.131,252; ἐξ ἁπάσης τῆς οἰκουμένης ὑπερωρίσθησαν Isoc.6.32.
II of things, μετριότητα ὑ. Pl.R. 560d; τὰ ξύλα, τὸν σίδηρον, Aeschin.3.244.

German (Pape)

[Seite 1200] über die Gränze bringen, verweisen, Plat. Rep. VII, 560 d.

French (Bailly abrégé)

rejeter au delà des frontières, exiler, bannir.
Étymologie: ὑπέρ, ὁρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερορίζω:
1 отправлять в изгнание, изгонять из страны Isocr., Aeschin.;
2 перен. изгонять, искоренять (τι Plat., Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερορίζω: ἀποδιώκω πέραν τῶν ὁρίων, ἐξορίζω, τινά· ἐν τῷ παθ., Αἰσχίν. 72. 32., 89. 36· ὑπερωρίσθαι ἐξ ἁπάσης τῆς οἰκουμένης Ἰσοκρ. 122C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, μετριότητα ὑπερορίζουσι Πλάτ. 560Α· ὑπερορίζομεν τὰ ξύλα καὶ τοὺς λίθους καὶ τὸν σίδηρον ἐάν τινα ἐμπεσόντα ἀποκτείνῃ Αἰσχίν. 88. 36. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθη. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 290.

Greek Monolingual

Α
1. αναγκάζω κάποιον να φύγει εκτός τών ορίων ενός κράτους, τον απελαύνω, τον εξορίζω
2. (σχετικά με πράγμ.) απομακρύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁρίζω «στέλνω μακριά, απομακρύνω»].

Greek Monotonic

ὑπερορίζω: μέλ. -σω, διώχνω, οδηγώ πέρα από τα όρια, σύνορα, εξορίζω, σε Πλάτ.· σε Παθ., σε Αισχίν.

Middle Liddell

fut. σω
to drive beyond the frontier, banish, Plat.; in Pass., Aeschin.