κοτυλίδιον
From LSJ
φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe
English (LSJ)
τό, Dim. of κοτύλη, Eust.1541.52.
Greek Monolingual
κοτυλίδιον, τὸ (Α) κοτύλη
υποκορ. του κοτύλη.
φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe
Full diacritics: κοτυλίδιον | Medium diacritics: κοτυλίδιον | Low diacritics: κοτυλίδιον | Capitals: ΚΟΤΥΛΙΔΙΟΝ |
Transliteration A: kotylídion | Transliteration B: kotylidion | Transliteration C: kotylidion | Beta Code: kotuli/dion |
τό, Dim. of κοτύλη, Eust.1541.52.
κοτυλίδιον, τὸ (Α) κοτύλη
υποκορ. του κοτύλη.