συγκοίμησις

Revision as of 09:09, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, a sleeping together, lying with, ἡ τῶν γυναικῶν σ. Pl.R.460b, cf. Phdr.255e; μετὰ τῶν ἐραστῶν D.C.79.13.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das Zusammen- od. Miteinanderschlafen, der Beischlaf; Plat. Phaedr. 255 e Rep. V, 460 b; μετά τινος, D. C. 79, 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de coucher avec.
Étymologie: συγκοιμάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοίμησις: -εως, ἡ, τὸ συγκοιμᾶσθαι, κοιμᾶσθαι ὁμοῦ, ἡ τῶν γυναικῶν ξ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε, πρβλ. Πολ. 460Β˙ μετά τινος Δίων Κ. 79. 13.

Greek Monotonic

συγκοίμησις: ἡ, το να κοιμάται κάποιος μαζί με κάποιον άλλο, συγκοίμισμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συγκοίμησις: εως ἡ совместное (воз)лежание Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκοίμησις -εως, ἡ [συγκοιμάομαι] het samen slapen:. ἡ ἐξουσία τῆς τῶν γυναικῶν συγκοιμήσεως de gelegenheid om met vrouwen naar bed te gaan Plat. Resp. 460b.

Middle Liddell

συγκοίμησις, εως, [from συγκοιμάω]
a sleeping together, Plat.