χαράκιον
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
τό, Dim. of χάραξ, in pl.,
A = ὑποστηρίγματα, Hsch. 2 χαράκιν (sic), = Lat. tessera, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰράκιον: ὑποκορ. τοῦ χάραξ, «χαράκια· ὑποστηρίγματα» Ἡσύχ.