διάσημος
English (LSJ)
ον, (σῆμα)
A clear, distinct: neut. pl. as Adv., διάσημα θροεῖ S.Ph.209(lyr.). II conspicuous, eminent, Hippias Soph.4 (Sup.), Plu.Dio54; δ. κράνος Id.TG17; γένει καὶ ἀξίᾳ BMus.Inscr. 481*.15(ii A. D.): esp. in Sup., διασημοτάτη πόλις Epigr.Gr.904 (Erythrae); διασημότατος, = Lat. clarissimus, IG3.635; = perfectissimus, δ. ἡγεμών BGU198.5 (ii A. D.), al., Epigr.Gr.1078.10 (Adana); ἐπίτροπος Sammelb.4421.5 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διάσημος: -ον, (σῆμα) καθαρός, σαφής, εὐκρινής· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διάσημα θρηνεῖ Σοφ. Φ. 209. ΙΙ. ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἔξοχος, Πλούτ. Δίωνι 54· δ. κράνος ὁ αὐτ. Τ. Γράκχ. 17 διασημοτάτη πόλις Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 904, πρβλ. 1078. 10.