κράνος

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰ́νος Medium diacritics: κράνος Low diacritics: κράνος Capitals: ΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: krános Transliteration B: kranos Transliteration C: kranos Beta Code: kra/nos

English (LSJ)

(A) [ᾰ], -εος, τό,
A helmet, Hdt.1.171, 4.180, al., A.Th.385, E. El.470 (lyr.), Ar.Ach.584, 1103, X.Cyr.6.1.51, IG12.278.49, Plu.2. 789d, Jul.Or.2.53b.
2 metaph., τὸ δὲ τοῦδε κ. ὁ κοινὸς ἀήρ Aret. SD2.6.
II ship's ram, Tim. Pers.21. (The ᾰ shows that it is akin to κραναός (hard), rather than to κρανίον.)

(B) [ᾰ], ου, ἡ, later form for κράνον, Gp.7.35.1.
2 rod of cherry-wood, PTeb.39.31 (ii B. C.); χιτῶνί καὶ κράνῳ καὶ πιλίῳ ib.230 (ii B. C.) (here perhaps = κράνος A).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
casque.
Étymologie: cf. κάρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράνος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ κάρα?, κέρας?] helm.

German (Pape)

1 τό (κρᾶνον), der Helm; εὔχαλκον Aesch. Spt. 459; χρυσεότυπον Eur. El. 470; Ar. Ach. 584 und öfter; χάλκεα Her. 7.63; Xen., Plut. und andere Spätere, die es auch allgemeiner für »Decke« gebrauchen.
2 ὁ und ἡ, spätere Form für κράνον, κράνεια.

Russian (Dvoretsky)

κράνος: εος (ᾰ) τό шлем (εὔχαλκον Aesch.; χρυσότυπον Eur.; χαλκοῦν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

κράνος: ᾰ, εως, τό, περικεφαλαία, Ἡρόδ. 1. 171., 4. 180, κ. ἀλλ., Αἰσχ. Θήβ. 385, Εὐρ. Ἠλ. 470, Ἀριστοφ. Ἀχ. 584, 1104, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. ΙΙ. σκέπασμα τῆς κλίνης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 6. (Τὸ ᾰ δεικνύει ὅτι πρέπει νὰ εἶναι συγγενὲς τῷ κρᾰναὸς (σκληρός), μᾶλλον ἢ τῷ κάρα, κρᾱνίον).

Greek Monolingual

(I)
το (AM κράνος)
στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού κατασκευασμένο από μέταλλο ή άλλο ανθεκτικό υλικό (α. «κράνος μοτοσυκλετιστή» β. «κράνος πυροσβέστη» γ. «θώρακα ἐποιήσατο και χρυσοῦν κράνος», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ελαφρό καπέλο από φελό και ύφασμα που χρησιμοποιείται στις θερμές χώρες
2. το ορειχάλκινο επικάλυμμα της πυξιδοθήκης
3. (ψυχιατρ.) «νευρασθενικό κράνος» — το αίσθημα περίσφιγξης της κεφαλής, που αποτελεί ένα από τα συμπτώματα νευρασθένειας
4. ζωολ. ζυγό και ανεξάρτητο τμήμα της μασητικής συσκευής τών εντόμων, αλλ. γαλέα
αρχ.
1. κάλυμμα, σκέπασμα
2. κριός στην πρώρα πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή kr-n- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας ker-ә- τών κάρα, κέρας, όπως ακριβώς το λατ. cornu «κέρας». Αβάσιμες θεωρούνται οι συνδέσεις με τα κάρυον, κραναός.
ΠΑΡ. νεοελλ. κρανικός.
ΣΥΝΘ. κρανοποιός
αρχ.
κρανοποιία, κρανοποιώ, κρανουργία, κρανουργός
νεοελλ.
κρανοειδής, κρανοφόρος].
(II)
κράνος, ἡ (AM)
μσν.
το κράνο.
αρχ.
ράβδος από ξύλο κρανιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κράνον κατά τα ουδ. σε -ος].

Greek Monotonic

κράνος: [ᾰ], -εος, τό (κάρα), κράνος, περικεφαλαία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: helmet (IA.; s. Trümpy Fachausdrücke 45 f.).
Compounds: As 1. member in κρανο-ποιέω, -ποιΐα, -ποιός forge helmets (Ar.).
Derivatives: Dimin. κρανίδιον (Att. inscr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Several explanations. κράνος has been connected with the group of κάρα, κέρας (Bq s. κραίνω). Others (Curtius, L. Meyer, Prellwitz) suggested connection with κάρυον, κραναός (s. vv.) etc.

Middle Liddell

κρᾰ́νος, εος, κάρα
a helmet, Hdt., Aesch.

Frisk Etymology German

κράνος: {krános}
Grammar: n.
Meaning: Helm (ion. att.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 45 f.).
Composita: Als Vorderglied in κρανοποιέω, -ποιΐα, -ποιός Helme schmieden (Ar. u. a.).
Derivative: Demin. κρανίδιον (att. Inschr.).
Etymology: Mehrere Deutungsversuche. Wie κόρυς ist auch κράνος zur großen Sippe von κάρα, κέρας gezogen worden (s. Bq s. κραίνω). Dabei wäre von dem u. a. in lat. cor-n-ū enthaltenen, mit dem. s-Stamm in κέρας usw. alternierenden n-Stamm auszugehen. Nach anderen (Curtius, L. Meyer, Prellwitz) zu κάρυον, κραναός (s. dd.) usw.
Page 2,7

Mantoulidis Etymological

(=περικεφαλαία). Ἀπό τό κάρα (=κεφάλι). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη κρανίον. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό κραναός (=σκληρός).

Translations

helmet

Afrikaans: helm; Albanian: kokore, përkrenare, tarogzë; Arabic: خُوذَة‎; Hijazi Arabic: خوذة‎; Armenian: սաղավարտ; Asturian: cascu, yelmu; Azerbaijani: dəbilqə, kaska; Basque: kasko; Belarusian: шалом, каска; Bulgarian: шлем, каска; Burmese: ဦးခေါင်းဆောင်; Catalan: casc, elm; Chagatai: دبولغه‎, توبولغا‎; Chinese Mandarin: 鋼盔/钢盔, 頭盔/头盔; Czech: helma, helmice, přilba, přilbice; Danish: hjelm; Dutch: helm; Esperanto: kasko; Estonian: kiiver; Extremaduran: cascu; Finnish: kypärä; French: casque; Galician: casco, elmo, gocete, borguiñota, camal, chola; Georgian: ჩაფხუტი, მუზარადი; German: Helm; Gothic: 𐌷𐌹𐌻𐌼𐍃; Greek: κράνος; Ancient Greek: κόρυς, κρᾶ, κράνος, κυνέη, κυνῆ, περικεφαλαία, πήληξ, πῖλος, πῖλος χαλκοῦς, στεφάνη, τρυφάλεια; Hebrew: קַסְדָּה‎; Hungarian: sisak, bukósisak; Icelandic: hjálmur; Indonesian: helm; Irish: ceannbheart, clogad, cafarr; Italian: casco, elmetto; Japanese: ヘルメット, 兜; Kalmyk: дуулх; Kazakh: дулығ; Korean: 투구, 헬멧; Kumyk: давулгъа, темир бёрк; Kyrgyz: туулга; Lao: ໝວກກັນກະທົບ; Latin: cassis, galea; Latvian: ķivere; Lithuanian: šalmas; Macedonian: шлем, кацига; Malay: topi keledar; Maltese: elmu; Maori: pōtae mārō; Mongolian Cyrillic: дуулга; Norwegian Bokmål: hjelm; Nynorsk: hjelm; Occitan: casco; Old Anatolian Turkish: توغلقه‎; Old Church Slavonic Cyrillic: шлѣмъ; Old East Slavic: шеломъ; Old English: helm; Old Norse: hjalmr; Old Polish: szłom; Ottoman Turkish: باشلق‎, توولغه‎, تولغه‎, تولقه‎, تغلغه‎, توغلغه‎; Persian: کلاه ایمنی ورزشی‎, خود‎, کلاه ایمنی‎, کلاه کاسکت‎; Plautdietsch: Schiltmetz; Polish: hełm, kask; Portuguese: capacete, elmo; Romanian: cască, coif; Russian: шлем, каска, шелом; Scottish Gaelic: clogaid; Serbo-Croatian Cyrillic: шле̏м, ка̀цига; Roman: šlȅm, kàciga; Slovak: helma, prilba; Slovene: čelada; Sorbian Lower Sorbian: nagłownik, nagłowk; Upper Sorbian: nahłownik, helm; Spanish: casco, yelmo; Swahili: helmeti, kofia ya chuma; Swedish: hjälm; Tagalog: kasko; Telugu: శిరస్త్రాణము; Thai: หมวกนิรภัย, หมวกเชื่อม; Tibetan: རྨོག; Turkish: kask, miğfer; Turkmen: tuwalga; Ukrainian: шолом, каска; Uzbek: dubulgʻa; Vietnamese: mũ bảo hiểm, nón bảo hiểm; Welsh: helm, helmed, helmedau