φανταστός

Revision as of 10:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ή, όν, acting upon the φαντασία (q.v., signf. 2), Arist.Mem.450a24; only of real objects acc. to Chrysipp.Stoic.2.22; τὸ ὑποπῖπτον φ. M.Ant.3.11. Adv. -τῶς Syrian. in Metaph. 117.14.

German (Pape)

[Seite 1255] adj. verb. von φαντάζω, auf die Einbildung, Vorstellung wirkend, durch die Einbildung, Vorstellung empfangen, eingebildet, Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut se représenter par l'imagination, qu’on peut se figurer.
Étymologie: φαντάζω.

Greek (Liddell-Scott)

φανταστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φαντάζω, ὁ ἐνεργῶν ἐπὶ τῆς φαντασίας (ὃ ἴδε ἐν σημασ. ΙΙ. 2), Ἀριστ. περὶ Μνήμ. 1. 9, Πλούτ. 2. 900E.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φανταστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φανταχτός και σφανταχτός, -ή, -ό Ν φαντάζω, -ομαι]
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να τον φανταστεί.
επίρρ...
φανταστῶς Α
με φανταστό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

φανταστός: [adj. verb. к φαντάζομαι воображаемый (αἰσθητὸς καὶ φ. Plut.).