ἑρμογλυφική
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
l'art de la statuaire.
Étymologie: ἑρμογλύφος.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλῠφική: ἡ (sc. τέχνη) Luc. = ἑρμογλυφία.