accuse
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. κατηγορεῖν (τινός, τι), αἰτιᾶσθαί (τινά, τινος), ἐπαιτιᾶσθαι (τινά, τινος), ἐγκαλεῖν (τινί, τι), Ar. and P. ἐπικαλεῖν (τινί, τι).
prosecute: P. and V. διώκειν, Ar. and P. γράφεσθαι.
join in accusing: P. συγκατηγορεῖν (τινός, τινι, or τινὸς, μετά τινος).
accuse maliciously: Ar. and P. συκοφαντεῖν.