accuse

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for accuse - Opens in new window

verb transitive

P. and V. κατηγορεῖν (τινός, τι), αἰτιᾶσθαί (τινά, τινος), ἐπαιτιᾶσθαι (τινά, τινος), ἐγκαλεῖν (τινί, τι), Ar. and P. ἐπικαλεῖν (τινί, τι).

prosecute: P. and V. διώκειν, Ar. and P. γράφεσθαι.

join in accusing: P. συγκατηγορεῖν (τινός, τινι, or τινὸς, μετά τινος).

accuse maliciously: Ar. and P. συκοφαντεῖν.