artifice
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Trick: P. and V. ἀπάτη, ἡ, στροφή, ἡ, σόφισμα, τό, μηχάνημα, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, πλοκαί, αἱ; see trick.
Contrivance: P. and V. μηχανή, ἡ, μηχάνημα, τό, σόφισμα, τό, εὕρημα, τό, τέχνημα, τό (Plat.), Ar. and V. ἐξεύρημα, τό.
Latin > French (Gaffiot 2016)
artĭfĭcē, avec art : Adamn. Loc. Sanct. 1, 2.