δεξιόγυιος

Revision as of 11:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

ον, (δεξιός IV) ready of limb, Pi.O.9.111.

Spanish (DGE)

-ον
de miembros diestros, dispuestos o ágiles Pi.O.9.111.

German (Pape)

[Seite 546] ἀνήρ, mit geschickten Gliedern, Pind. Ol. 9, 111.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξιόγυιος -ον [δεξιός, γυῖον] met behendige ledematen.

Russian (Dvoretsky)

δεξιόγυιος: ловкий, проворный (ἀνήρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

δεξιόγυιος: -ον, (δεξιός ΙΙΙ) ἕτοιμα καὶ πρόθυμα μέλη ἔχων Πίνδ. Ο. 9. 164.

English (Slater)

δεξιόγυιος lithe of limb ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον pr. (O. 9.111)

Greek Monolingual

δεξιόγυιος, -ον (Α)
όποιος έχει επιδέξια μέλη του σώματος, ο ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός «επιδέξιος» + γυῑον «μέλος του σώματος»].