ἐγερσιμάχας

Revision as of 14:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[μᾰ], ου, ὁ, battle-stirring, AP7.424 (Antip. Sid.):—fem. ἐγερσῐ-χη, ib.6.122 (Nicias).

Spanish (DGE)

(ἐγερσῐμάχας) -ου
• Prosodia: [-μᾰ-]
que anima el combate οἰωνὸς ... ἐ. del gallo de pelea AP 7.424 (Antip.Sid.), cf. Hsch.s.u. ἐγρεμάχας.

German (Pape)

[Seite 703] θοῦρος, der Kampferreger, Ant. Sid. 87 (VII, 424).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui excite les combats.
Étymologie: ἐγείρω, μάχη.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγερσῐμάχας: -ου, ὁ, ὁ τὴν μάχην διεγείρων, Ἀνθ. Π. 7./424· θηλ. -χη 6.122.

Greek Monolingual

ἐγερσιμάχας, ο (Α)
αυτός που παροτρύνει ή εμψυχώνει στη μάχη.

Greek Monotonic

ἐγερσῐμάχας: -ου, ὁ, θηλ. -μάχη, αυτός που προκαλεί μάχη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγερσιμάχας: ου (μᾰ) adj. m зовущий на бой (θοῦρος Anth.).

Middle Liddell

ἐγερσῐ-μάχας, ου,
battle-stirring, Anth.