consort with
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English > Greek (Woodhouse)
verb
P. and V. κοινωνεῖν; (dat.), συναλλάσσειν (dat.), κοινοῦσθαι (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), πλησιάζειν (dat.), συμμίγνυσθαι (dat.), ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.).