consort with
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English > Greek (Woodhouse)
verb
P. and V. κοινωνεῖν; (dat.), συναλλάσσειν (dat.), κοινοῦσθαι (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), πλησιάζειν (dat.), συμμίγνυσθαι (dat.), ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.).