Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
P. and V. ἀξιοῦν, δικαιοῦν (Soph. Ajax 1072), V. τολμᾶν, Ar. and V. τλῆναι; (2nd aor. τλᾶν).