εὐεργέτις

Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ιδος, (parox.) fem. of εὐεργέτης, E. Alc.1058: as adjective, εὐ. ψυχή Pl.Lg.896e; ἀρετή Ph.2.164:—also εὐεργέτ-ισσα, ἡ, Demitsas Μακεδ. No.421 (Thessalonica, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1065] ιδος, ἡ, fem. zu εὐεργέτης, die Wohlthäterinn, Eur. Alc. 1058; ψυχὴ εὐεργ. Plat. Legg. X, 896 e; Sp., wie D. Sic. 1, 2; Luc. salt. 41.

French (Bailly abrégé)

ιδος
acc. ιν;
bienfaisante, bienfaitrice.
Étymologie: εὐεργέτης.

Russian (Dvoretsky)

εὐεργέτις: ιδος (acc. ιν) ἡ благодетельница Eur., Plat., Diod., Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεργέτις: -ιδος, θηλ. τοῦ εὐεργέτης, Εὐρ. Ἄλκ. 1058, Πλάτ. Νόμ. 896Ε: - μεταγενέστ. εὐεργέτισ(σ)α, Memoire sur uno mission au mont Athos σ. 46.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐεργέτις)
βλ. ευεργέτης.

Greek Monotonic

εὐεργέτις: -ιδος, θηλ. του εὐεργέτης, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὐεργέτις, ιδος [fem. of εὐεργέτης, Eur.]