ευεργέτης

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ευεργέτις και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ εὐεργέτης, θηλ. εὐεργέτις και εὐεργέτισσα)
αυτός που προσφέρει ευεργεσία, αγαθή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον
νεοελλ.
1. τίτλος που απονέμεται από κάποιο ίδρυμα σε άτομα για την προσφορά μεγάλου χρηματικού ποσού
2. φρ. «εθνικός ευεργέτης» — αυτός που ευεργέτησε το έθνος με δωρεές και κληροδοτήματα
αρχ.
1. τιμητικός τίτλος σε ανθρώπους που ευεργέτησαν την πόληεὐεργέτης βασιλέος ἀνεγράφη», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. αγαθοεργός, ευεργετικόςεὐεργέτης ἀνήρ», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευεργός (< ευ + έργον) κατά τα οίκος > οικέτης].