εὐεργέτης

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεργέτης Medium diacritics: εὐεργέτης Low diacritics: ευεργέτης Capitals: ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ
Transliteration A: euergétēs Transliteration B: euergetēs Transliteration C: evergetis Beta Code: eu)erge/ths

English (LSJ)

(Thess. εὐϝεργέτας IG9(2).257.5 (v B. C.)), ου, ὁ,
A benefactor, Pi.P.2.24, S.Ant.284; τινι to one, Hdt.6.30, E.HF1252: more commonly c. gen., εὐεργέτης τῆς γῆς Id.Rh.151, cf. Pl.Cra.403e, etc.
2 as an honorary title, εὐεργέτης βασιλέος ἀνεγράφη = was registered as the King's benefactor, Hdt.8.85, cf. 3.140; πρόξεινος καὶ εὐεργέτης Id.8.136, cf. IG12.82, X.HG6.1.4, etc.; μέγιστος εὐ. παρ' ἐμοὶ ἀναγεγράψῃ Pl.Grg.506c, cf. Lys.20.19, etc.; οἱ ἐξουσιασταὶ αὐτῶν εὐ. καλοῦνται Ev.Luc.22.25: conferred on kings and emperors, as Antigonus, Inscr.Prien.2.6 (iv B. C.); ὁ παντὸς κόσμου σωτὴρ καὶ εὐεργέτης, of Trajan, IG12(1).978 (Carpathos); σὺ ὁ εὐεργέτης, mode of address to a superior, POxy.38.13 (i A. D.), 486.27 (ii A. D.), etc.
II as adjective, beneficent, bountiful, ἀνήρ Pi.O.2.94, cf. P.4.30.

German (Pape)

[Seite 1065] ὁ, der gut thut, der Wohlthäter, auch adj. ἀνήρ, Pind. Ol. 2, 104; Soph. Ant. 284; βροτοῖσι Eur. Herc. Für. 1252, wie Her. 6, 30; γῆς Eur. Rhes. 151; Plat. u. A.; bes. ein Ehrentitel der Männer, die sich um den Staat Verdienste erworben haben, bei den Persern εὐεργέτης βασιλῆος ἀνεγράφη, Her. 8, 85; so Plat. μέγιστος εὐεργ. παρ' ἐμοὶ ἀναγεγράψει Gorg. 506 c; Xen. Hell. 6, 1, 4 πρόξενος ὑμῶν ὢν καὶ εὐεργ. ἐκ πάντων προγόνων; Vect. 3, 11; Inscr. 84. 1052. Vgl. εὐεργεσία.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bienfaiteur, évergète.
Étymologie: εὖ, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

εὐεργέτης: ου ὁ
1 (тж. εὐ. ἀνήρ Pind.) оказывающий услуги или благодеяния (τινί Her., Eur. и τινός Eur., Plat., Arst.; ὑπερτιμᾶν τινα ὡς εὐεργέτην Soph.): τίς ἂν γένοιτο τῆσδε γῆς εὐ.; Eur., кто (из вас) окажет услугу этой стране?;
2 носящий звание «благодетеля» (с присвоением которого связывались определенные права и преимущества; ср. εὐεργεσία
3 (μέγιστος εὐ. παρ᾽ ἐμοὶ ἀναγεγράψει Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐεργέτης: -ου, ὡς καὶ νῦν, ὁ εὐεργετῶν, Πινδ. Π. 2. 43, Σοφ. Ἀντ. 284· τινί, εἴς τινα, Ἡρόδ. 6. 30, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1252· συνηθέστερον, τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 151, Πλάτ. Κρατ. 403Ε. 2) τιμητικὸν ἐπώνυμον ἀπονεμόμενον εἰς ἀνθρώπους εὐεργετήσαντας τὴν πόλιν· εὐεργέτης βασιλέος ἀνεγράφη, ἐσημειώθη ἐν τοῖς βιβλίοις ὡς..., Ἡρόδ. 8. 85 (πρβλ. ὀροσάγγαι), πρβλ. 3. 140., 8. 136· μέγιστος εὐεργέτης παρ’ ἐμοὶ ἀναγέγραψαι Πλάτ. Γοργ. 506C, πρβλ. Λυσίαν 159. 38, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 84. 1052, καὶ ἴδε εὐεργεσία ΙΙ. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀγαθός, εὐεργετικός, Πινδ. Ο. 2. 171, ΙΙ. 4. 54. - Συγκρ. μᾶλλον εὐεργέτης Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177.

Spanish

benefactor

English (Strong)

from εὖ and the base of ἔργον; a worker of good, i.e. (specially) a philanthropist: benefactor.

English (Thayer)

Αὐεργέτου, ὁ, a benefactor (from Pindar and Herodotus down); it was also a title of honor, conferred on such as had done their country service, and upon princes; equivalent to Sorer, Pater Patriae: Herodotus 8,85; Thucydides 1,129; Xenophon, vect. 3,11; Hell. 6,1, 4; Plato, de virt., p. 379b.; others; cf. σωτήρ, Josephus, b. j. 3,9, 8; Additions to 8:12 n] (Tdf. viii. 1,25); Diodorus 11,26.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. ευεργέτις και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ εὐεργέτης, θηλ. εὐεργέτις και εὐεργέτισσα)
αυτός που προσφέρει ευεργεσία, αγαθή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον
νεοελλ.
1. τίτλος που απονέμεται από κάποιο ίδρυμα σε άτομα για την προσφορά μεγάλου χρηματικού ποσού
2. φρ. «εθνικός ευεργέτης» — αυτός που ευεργέτησε το έθνος με δωρεές και κληροδοτήματα
αρχ.
1. τιμητικός τίτλος σε ανθρώπους που ευεργέτησαν την πόληεὐεργέτης βασιλέος ἀνεγράφη», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. αγαθοεργός, ευεργετικόςεὐεργέτης ἀνήρ», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευεργός (< ευ + έργον) κατά τα οίκος > οικέτης].

Greek Monotonic

εὐεργέτης: -ου, ὁ (*ἔργω),
1. αυτός που κάνει καλό, αυτός που ωφελεί, σε Σοφ.· τινί, σε κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ.· συνηθέστερα, τινός, στον ίδ. κ.λπ.
2. τιμητικός τίτλος που απονέμονταν σε ανθρώπους που είχαν προσφέρει κάποια υπηρεσία, κάποιο ευεργέτημα στην πόλη, εὐ. βασιλέος ἀνεγράφη, καταχωρήθηκε, σημειώθηκε στα βιβλία ως ευεργέτης, δωρητής του βασιλιά, στον ίδ.· ομοίως, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐ-εργέτης, ου, [*ἔργω
1. a well-doer, benefactor, Soph.; τινί to one, Hdt., Eur.; more commonly, τινός Eur., etc.
2. a title of honour of such persons as had "done the state some service," εὐ. βασιλέος ἀνεγράφη was registered as the King's benefactor, Eur.; so Xen., etc.

Chinese

原文音譯:eÙergšthj 由-誒而給帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-行為(者)
字義溯源:善行者,恩人,恩主;由(εὖ / εὖγε)=好)與(ἔργον)=行為)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 恩主(1) 路22:25

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό εὖ + ἔργω ἐργάζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐεργέτης: εὐεργεσία, εὐεργετῶ, εὐεργέτημα, εὐεργητέον, εὐεργετικός.

Léxico de magia

benefactor ref. a dioses ἕξω φίλον σε πάρεδρον, εὐεργέτην θεὸν ὑπηρετοῦντά μοι te tendré como un asesor amigo, un dios benefactor que está a mi servicio P I 89 ἐπικαλοῦμαι ... ὦ πάσης γέννης κτισταὶ καὶ εὐεργέται os invoco a vosotros, creadores y benefactores de toda criatura P XII 225 Horus-Harpócrates ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν μέγιστον θεόν, ... εὐεργέτα a ti te invoco, el dios más grande, benefactor P IV 992 P IV 1048 Hermes ἐπάκουσόν μου, Ἑρμῆ, εὐεργέτα escúchame, Hermes, benefactor P VIII 28 Sarapis-Helios κύριέ μου, Σαρᾶπι Ἥλιε, εὐεργέτα mi señor, Sarapis Helios, benefactor P XXXIb 2

Lexicon Thucydideum

bene meritus, well-deserving, 1.136.1. 2.27.2. 3.47.3. 3.57.1, 3.58.3, 3.59.1. 3.63.3. 6.50.4.

Translations

Arabic: مُتَبَرِّع‎‎; Armenian: բարերար; Belarusian: дабрачынец, дабрачынка, дабрадзей, дабрадзейка; Bulgarian: благотворител, благотворителка, благодетел, благодетелка; Catalan: benefactor; Chinese Mandarin: 恩人; Coptic: ⲉⲩⲉⲣⲅⲉⲧⲏⲥ; Czech: dobrodinec; Danish: velgører; Dutch: weldoener; Esperanto: bonfaranto; Estonian: heategija; Finnish: hyväntekijä, lahjoittaja; French: bienfaiteur, bienfaitrice; Friulian: benfatôr; German: Wohltäter, Wohltäterin, Benefaktor; Greek: ευεργέτης, δωρητής; Ancient Greek: εὐεργέτης; Hungarian: jótevő; Ido: bonfacanto; Italian: benefattore, benefattrice; Japanese: 恩人; Korean: 은인(恩人); Latvian: labdaris; Lithuanian: geradarys; Macedonian: добротвор; Maori: kaitautoko, kaioha; Norman: beinfaiteur; Norwegian Bokmål: velgjører; Old English: wel-doend; Persian: نیکوکار‎, کرفه‌گر‎; Polish: dobroczyńca, ofiarodawca, ofiarodawczyni, benefaktor, benefaktor, benefaktorka; Portuguese: benfeitor; Romanian: binefăcător, binefăcătoare; Russian: благодетель, благодетельница, благотворитель, благотворительница; Serbo-Croatian Roman: dobročinac, dobročinitelj, dobročiniteljka, dobročinilac, dobrotvor; Slovak: dobrodinec; Slovene: dobrotnik, dobrotnica; Spanish: bienhechor, benefactor; Swedish: välgörare; Thai: ผู้อุปถัมภ์, ผู้อุปการะ; Tocharian B: kärtse-yāmi, tanāpate; Turkish: hayırsever; Ukrainian: благоді́йник, благоді́йниця, доброчинець, доброді́йник, доброді́йниця, доброді́й, доброді́йка; Venetian: benefator; Vietnamese: ân nhân; Volapük: benodan, hibenodan, jibenodan