νικαφορία

Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

νῑκ-φόρος, Dor. for νικηφ-.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
victoire remportée, victoire.
Étymologie: νικηφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

νικαφορία: -φόρος, Δωρ. ἀντὶ νικηφορία, νικηφ-, Πίνδ.

English (Slater)

νῑκᾱφορία victory in athletic competition. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ]αφορίαν[ (alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub. ]φοριᾶν Πα. 17b. 26.

Greek Monolingual

νικαφορία, ή (Α)
βλ. νικηφορία.

Greek Monotonic

νικαφορία: -φόρος, Δωρ. αντί νικηφ-.

German (Pape)

[νῑκᾱ], ἡ, dor. = νικηφορία.