διάχρισις
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
εως, ἡ,
A anointing, Archig. ap. Aët.6.39; smearing with pitch, Gp.6.9.2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medic. untura, unción διαχρίσεις τῆς ἕδρας ... διὰ πηγάνου Archig. en Aët.6.39, cf. 8.20, Anon.Med.Acut.Chron.6.3.24, Hsch.s.u. κόμμωσις.
2 empegadura, embadurnamiento de recipientes para vino con pez ἡ δ. ἐστι πίσσα μετὰ ἑψητοῦ καὶ θαλαττίου ὕδατος Gp.6.9.2.