f.l. for νεογενής in E.IA1623 (unless scanned as trisyll.).
ής, ές :dor. c. νεηγενής.
νεᾱγενής: дор. = νεογενής.
νεᾱγενής: ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ τοῦ νεογενής, ἐν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1623.
νεαγενής, -ές (Α)(δωρ. τ.) βλ. νεογενής.