Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
vexation: P. and V. δυσχέρεια, ἡ, ἀχθηδώς ἡ, P. ἀγανάκτησις, ἡ; see anger.
blame: P. and V. μέμψις, ἡ, ψόγος. ὁ.