χίδαλον
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
ου (τό) :
v. χίδρυ.
χίδαλον: «τὸ παιδίον» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀντὶ τοῦ < κίδαλον>
τὸ αἰδοῖον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ].