οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself
dat. pl. de υἱός.
υἱάσι: эп. dat. pl. к υἱός.
υἱάσι: ποιητ. δοτ. πληθ. τοῦ υἱός, Ὅμ.
υἱάσι: ποιητ. δοτ. πληθ. του υἱός.